Μαλαϊκή

Μαλαϊκή
χερσόνησος η см. Μαλάκκα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Μαλαϊκή" в других словарях:

  • Ταγάλοι — Μαλαϊκή φυλή, η οποία κατοικεί στο νησί Λουσόν των Φιλιππίνων και είναι η πιο πολιτισμένη του συμπλέγματος των νησιών αυτών. Αριθμεί 2.000.000 άτομα και κύριο κέντρο τους είναι η Μανίλα. Είναι χριστιανοί, αλλά τόσο πολύ δεισιδαίμονες ώστε δεν… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • Σιγκαπούρη — Νησί της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της Μαλαισίας και της Ινδονησίας.Tο όνομα της Σιγκαπούρης, του νησιού που βρίσκεται στη νότιο άκρο της μαλαϊκής χερσονήσου, είναι συνδεδεμένο με την αγγλική αποικιοκρατία στην Aσία. Kατοικημένη κυρίως από… …   Dictionary of Greek

  • μαλαϊκός — ή, ό [Μαλαίος] 1. αυτός που αναφέρεται στους Μαλαίους ή στη Μαλαισία («Μαλαϊκή Χερσόνησος») 2. το θηλ. ως ουσ. η Μαλαϊκή γλώσσα τής ινδονησιακής ομάδας, η περισσότερο γνωστή και διαδεδομένη γεωγραφικά, αλλ. Μαλαισιακή …   Dictionary of Greek

  • Μαλαίος — ο, θηλ. Μαλαία αυτός που κατάγεται από τη Μαλαϊκή Χερσόνησο και τα νησιά τής Μαλαισίας ή ο κάτοικος αυτών τών περιοχών …   Dictionary of Greek

  • αμόκ — το 1. μορφή φονικής μανίας που παρατηρείται ειδικά στους Μαλαίους, από όπου και η λέξη 2. κάθε είδος μανίας που καταλαμβάνει ένα άτομο και εκδηλώνεται με πράξεις βίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. αγγλ. αmo(c)k ή amuck < μαλαϊκή λ. ᾱmoq «αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ζωογεωγραφία — Κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με την κατανομή των ζώων στην επιφάνεια της Γης και στα νερά. Για τις έρευνές της, η ζ. συνεργάζεται με άλλες επιστήμες, όπως με τη φυσική γεωγραφία (με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κλίμα, την ωκεανογραφία, την… …   Dictionary of Greek

  • ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… …   Dictionary of Greek

  • σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… …   Dictionary of Greek

  • ανατολικές γλώσσες — Οι γλώσσες των ασιατικών λαών. Χωρίζονται στις παρακάτω γλωσσικές ομοεθνίες: 1. Η ιαπετική ή ινδοευρωπαϊκή ή ινδογερμανική, στην οποία ανήκουν: α) η φρυγική και η αρχαία θρακική (νεκρές)· β) η αρμενική (αρχαία και νέα)· γ) η άρια ομάδα (ιρανική… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»